ἐμίας

English (LSJ)

-ου, ὁ, one who is inclined to vomit, Eup.412.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 plu. ἔμιαι (sic) vómitos Hp. en Gal.19.97.
2 fig. cantor desagradable Eup.448.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, = ἔμετος, Galen., vgl. Eust. Od. 1761, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμίας: ὁ, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, «ξερασιάρης», Εὔπολ. παρ’ Εὐστ. 1761. 38· πρβλ. 996. 18.

Greek Monolingual

ἐμίας, ο (AM)
αυτός που έχει τάση για εμετό.