ἐμβατήρ

English (LSJ)

ἐμβατῆρος, ὁ, = βατήρ, prob. in IG4.481.2 (Nemea), cf. Hsch.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
arq.
1 umbral, escalón de entrada, IG 4.481.2 (Nemea IV a.C.), cf. Hsch.
2 prob. embarcadero, muelle οἱ ἐμβατῆρες οἵ τε πρὸς τῇ θαλάττῃ καὶ ὁ ἄνω κείμενος Ath.Agora 19.L4b.15 (III a.C.).
3 módulo básico que determina proporciones arquitectónicas, Vitr.1.2.4, en el templo dorio, Vitr.4.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβατήρ: «παρὰ τοῖς ἀρχιτέκτοσι τόπος» Ἡσύχ. Ἀλλ’ ἡ ἑρμηνεία φαίνεται παρεφθαρμένη, ἴσως διορθωτέον, τύπος ἢ ὀπή.