Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βατήρ

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτήρ Medium diacritics: βατήρ Low diacritics: βατήρ Capitals: ΒΑΤΗΡ
Transliteration A: batḗr Transliteration B: batēr Transliteration C: vatir Beta Code: bath/r

English (LSJ)

βατῆρος, ὁ,
A that on which one treads, threshold, ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας = you've come to the very threshold of the door [1], prov. of those who 'come to the point', 'hit the nail on the head', Amips.26; αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου = you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point [2], Seleuc.39, Paus.Gr.β 4; base of a statue, IG11(2).147.18 (Delos, iv B. C.), Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.).
2 place from which one jumps, AB224, Hsch., Eust.1404.56.
3 = βακτηρία, Nic.Th.377.
4 bridge of a lyre, Nicom.Harm.6; also, part of flute, ib.10.
5 one who walks, Hsch.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
I 1piso, umbral de la puerta ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας Amips.25, frase utilizada prov. como «dar en el clavo», Diogenian.1.3.38, Apostol.4.31, τῶν βατήρων τῶν ἐν τοῖς πύ[ργ] οις IG 42.109.3.86 (Epidauro III a.C.).
2 base, línea de batida para saltar Seleuc.39, Paus.Gr.β 4, Hsch.
utilizado fig. y prov. c. el mismo sent. de I 1 αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου Seleuc.39, Paus.Gr.β 4
pero tb. parte media del foro de salto, Symmachus en AB 224.12
de la meta, Poll.3.148.
3 base de una pila lustral CID 81.A.9 (IV a.C.), de estatua o estela IG 11(2).147.18 (Delos IV/III a.C.), 203A.56, 287A.122 (ambas Delos III a.C.), Abh.Leipz.62(1).1969.27, Ἀρχ.Ἐφ. 1913.7 (ambas Nisiro III a.C.).
4 mús. puente de la lira, Nicom.Harm.10.
5 prob. peldaño de una escalera, gnomol. en PKöln 246.4.
II bastón Nic.Th.377.
III caminante, andarín Hsch.

German (Pape)

[Seite 438] ῆρος, ὁ, der Einherschreitende, Hesych.; die Schwelle, ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας Amips. bei Poll. 2, 200; sprüchw. αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τῆς θύρας Diogen. 3, 38; vgl. Eust. Od. 1404, 58; bei der Rennbahn die Erhöhung, von der man beim Auslaufen heruntersprang, VLL., s. B. A. 224, die Schranken. Bei Nic. Th. 377 der Stab. Bei Nicomach. mus. der Wirbel zum Spannen der Saiten, s. χορδότονον.

French (Bailly abrégé)

[ᾰ] ῆρος (ὁ),
1. seuil d'une porte, AMIPS. (POLL. 2, 200) ; p. anal. base de la lyre où les cordes sont fixées, NICOM. Harm. p. 13, 19;
2. bâton (pour soutenir la marche) NIC. Th. 377.
Étymologie: R. Βα, marcher ; v. βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτήρ: ῆρος, ὁ, (βαίνω) τὸ ἐφ’οὗ τις πατεῖ, οὐδός, κατώφλιον, Ἀμειψ. ἐν Ἀδήλ. 5. 2) τὸ μέρος ἐξ οὗ ἀναχωρεῖ τις = βαλβίς Α.Β.224, Ἡσύχ., Εὐστ.
3) ἐφ’οὗ τις στηρίζεται περιπατῶν, βακτηρία, Νίκ. Θ. 377. 4) ἐν λύρᾳ τὸ κατώτερον μέρος, ἔνθα αἱ χορδαὶ ἐντείνονται, κόλλοψ, στρόψιγξ ἢ κλειδίον, ὡσαύτως χορδότονον, Νικόμ. Ἁρμον. σ.13.19.

Greek Monolingual

ο (Α βατήρ, -ῆρος) βαίνω
1. πέτρα στην οποία στηρίζεται κάποιος για να ιππεύσει
2. η βαλβίδα από την οποία πηδά ο άλτης
αρχ.
1. βάση αγάλματος ή ανδριάντα
2. το τέρμα του αγωνίσματος του δρόμου
3. βακτηρία, ραβδί
4. το κλειδί με το οποίο τόνιζαν τη λύρα
5. κατώφλι
6. φρ. «ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας» — έφτασες στο κρίσιμο σημείο, στο ουσιώδες μέρος του θέματος.