ἐμβολοειδής
English (LSJ)
ἐμβολοειδές, wedge-shaped, σχῆμα Asct.Tact.7.2; τάξις ib.3, Arr.Tact.16.6.
Spanish (DGE)
-ές
en forma de perno o cuña κατὰ σχῆμα ... ἐμβολοειδές Ascl.Tact.7.2, cf. 3, Arr.Tact.16.6.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ές (Α ἐμβολοειδής, -ές)
όμοιος με έμβολο.