ἐμμανης

Russian (Dvoretsky)

ἐμμᾰνης: охваченный безумием, неистовствующий (ἐ. καὶ οὐ φρενήρης Her.; σκίρτημα Aesch.; βάκχαι Eur.; ψυχή Plat.; ἐλέφας ἐ. περὶ τὴν ὀχείαν Arst.; ἐ. καὶ ἀλαζών Plut.).