ἐμπείραμος

English (LSJ)

ἐμπείραμον, poet. for ἐμπέραμος (q.v.).

Spanish (DGE)

v. ἐμπέραμος.

German (Pape)

[Seite 811] poet. = ἔμπειρος, ἐμπέραμος, Lycophr. 1196; ναυτιλίης Agath. 57 (X, 14); a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'expérience de, gén..
Étymologie: ἔμπειρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπείρᾰμος: опытный, искусный (ναυτιλίης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπείρᾱμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμπέραμος, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

ἐμπείρᾰμος: -ον, ποιητ. αντί ἐμπέραμος.

Middle Liddell

ἐμπείρᾰμος, ον adj poet. for ἐμπέραμος.]