ἐμπειράζω

English (LSJ)

to make an attempt on, c. gen. rei, v.l. for ἀποπειράζω, Plb. 15.35.5.

German (Pape)

[Seite 811] einen Versuch machen, erproben, τινός, ἐνεπείρασε Pol. 15, 35, 5.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπειράζω: пытаться овладеть (τῶν τῆς Λιβύης Polyb. - v.l. πειράζω).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειράζω: δοκιμάζω τι, μετὰ γεν. πράγμ., Πολύβ. 15. 35, 5.

Greek Monolingual

ἐμπειράζω (Α)
δοκιμάζω.