ἐμπερικλείω

English (LSJ)

enclose on all sides, Eust.105.22.

Spanish (DGE)

cercar por todas partes fig. μίαν ἔννοιαν Eust.105.22.

German (Pape)

[Seite 812] darin einschließen, Eust.

Greek Monolingual

ἐμπερικλείω)
1. περικλείω μέσα μου
2. περικλείω μέσα σε κάτι.