ἐμπευκές, (πεύκη) bitterish, ὀπός Nic.Al.202.
[Seite 812] ές, etwas bitter, Nic. Al. 202.
ἐμπευκής: -ές, (πεύκη) πικρός, νέκταρ ὀπῷ ἐμπευκεῖ χράνας Νικ. Ἀλεξιφ. 202.