ἐμπλαστικός

English (LSJ)

ἐμπλαστική, ἐμπλαστικόν, causing to adhere, δύναμις Dsc.1.102.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. apto para emplastos, que se utiliza en emplastos δυνάμεις Dsc.1.102, Gal.17(1).962, 11.574, φάρμακα Gal.11.636.
2 glutinoso, pegajoso ἐδέσματα Gal.15.878, τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος Orib.14.40.6.

German (Pape)

[Seite 814] ή, όν, geschickt, tauglich, geeignet zum Einschmieren, Verschmieren, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλαστικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἐμπλάσσειν, Διοσκ. 1. 140.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐμπλαστικός, -ή, -όν)
κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη.