επάλειψη

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

η (AM ἐπάλειψις) επαλείφω
η ενέργεια του επαλείφω, η επίχριση
νεοελλ.
ιατρ. η επίχριση πάνω στο δέρμα ή σε βλεννογόνο φαρμακευτικής ουσίας σε ρευστή μορφή, για να απορροφηθεί από τους πόρους του δέρματος.