ἐμπλύνω

German (Pape)

[Seite 814] (s. πλύνω), darin waschen, Clem. Al.

Spanish (DGE)

lavar en c. dat. ἐμπλύνοντας ... ταῖς φιάλαις τὸ πρόσωπον τὸ αὑτῶν Clem.Al.Paed.2.2.31.