ἐμπολεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, merchant, trafficker, buyer, purchaser, AP6.304 (Phan.).
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
comprador, cliente με λάβ' εὐάρχαν πρῷον ἐμπολέα AP 6.304 (Phan.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολεύς: έως ὁ покупатель Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολεύς: έως, ὁ, ἔμπορος, πραγματευτής, Ἀνθ. Π. 6. 304.
Greek Monolingual
ἐμπολεύς ο (Α)
έμπορος, πραματευτής (ἔλθ' ἀπὸ πέτρας καί με λάβ' ἐμπολέα», Φανίας, Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐμπολεύς: -έως, ὁ, έμπορος, πραματευτής, σε Ανθ.