ἐμπυηματικός

English (LSJ)

ἐμπυηματική, ἐμπυηματικόν, suppurating, Hp. Art.41.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medic. supurante, purulento ἀποστάσιες Hp.Art.41.

German (Pape)

[Seite 818] ή, όν, daran leidend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπυηματικός: -ή, -όν, παράγων πῦον, ἔμπυον, πιθ. γρ. ἐν Ἱππ. π. Ἄρθ. 807.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπυηματικός, -ή, -όν)
ιατρ. αυτός που εμφανίζει ή προκαλεί εμπύημα.