ἐμπύρωσις

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, kindling, heating, Arist.Resp.478a30.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
incendio, hoguera fig. δυσμενείας ἐ. Men.Prot.6.1.448.

German (Pape)

[Seite 818] ἡ, Entzündung, Arist. respir. 16.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπύρωσις: εως ἡ воспламенение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπύρωσις: -εως, ἡ θερμότης, θέρμανσις, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 16. 1.

Greek Monolingual

ἐμπύρωσις, η (Α)
θερμότητα, θέρμανση.