ἐμπύρωσις
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
incendio, hoguera fig. δυσμενείας ἐ. Men.Prot.6.1.448.
German (Pape)
[Seite 818] ἡ, Entzündung, Arist. respir. 16.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπύρωσις: εως ἡ воспламенение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύρωσις: -εως, ἡ θερμότης, θέρμανσις, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 16. 1.