ἐμφάντασις

English (LSJ)

ἐμφαντάσεως, ἡ, imagination, Plot.3.6.17.

Spanish (DGE)

ἐμφαντάσεως, ἡ
en fil. neoplatónica reflejo de las formas en lo corpóreo, Plot.3.6.17.

German (Pape)

[Seite 819] ἡ, Erscheinung, Abbildung, Plotin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφάντᾰσις: ἐμφαντάσεως, ἡ, φαντασία, Πλωτῖνος 3. 6, 17.

Greek Monolingual

ἐμφάντασις, η (Α)
αυτό που εφευρίσκει κανείς με τη φαντασία, η επινόηση.