ἐμφανίσκω
English (LSJ)
= ἐμφανίζω, Iamb.VP35.260.
Spanish (DGE)
presentar, hacer ver ἐμφανίσκειν γὰρ βοσκήματα τοὺς ἄλλους ὄντας Iambl.VP 260.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφανίσκω: ἐμφανίζω, Ἰαμβλ. Βίος Πυθαγ. 260.
Greek Monolingual
ἐμφανίσκω (Α)
παρουσιάζω τις ιδιότητες ή, τα χαρίσματα κάποιου, χαρακτηρίζω.