ἐμφαρύγγομαι

English (LSJ)

aor. 1 part. -υξάμενος, gulp down, Com.Adesp.996, Dsc.Ther.19.

Spanish (DGE)

tragar ψάμμους καὶ λίθους ... ἐμφαρυξάμεναι (αἱ ὄρνιθες) Dsc.Ther.19, cf. Com.Adesp.331.

Greek Monolingual

ἐμφαρύγγομαι και ἐμφαρύσσομαι (Α)
θέτω μέσα στον φάρυγγα, καταβροχθίζω, τρώω.