ἐνάρθρωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, a kind of articulation, when the ball is deep set in the socket, Gal.2.736.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. enartrosis e.e. encajadura móvil de la cabeza de un hueso en una cavidad Gal.2.736, Orib.49.9.23, ref. a la articulación del hombro, Gal.4.122.
German (Pape)
[Seite 829] ἡ, eine Art διάρθρωσις, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάρθρωσις: -εως, ἡ, «ἐνάρθρωσις μὲν οὖν ἐστιν ὅταν ἡ ὑποδεχομένη κοιλότης βάθος ἱκανὸν ἔχῃ καὶ ἡ ἐγκαταβαίνουσα κεφαλὴ προμήκης ὑπάρχῃ» Γαλην. τ. 2. 736, 3.