ἐνέτειλα

French (Bailly abrégé)

ao. de ἐντέλλω.

Greek Monotonic

ἐνέτειλα: αόρ. αʹ του ἐντέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέτειλα: aor. к ἐντέλλω.