ἐντέλλω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντέλλω Medium diacritics: ἐντέλλω Low diacritics: εντέλλω Capitals: ΕΝΤΕΛΛΩ
Transliteration A: entéllō Transliteration B: entellō Transliteration C: entello Beta Code: e)nte/llw

English (LSJ)

A enjoin, command, Act. only in Pi.O.7.40, S.Fr.269:—mostly in Med., τινί τι Hdt.1.47, etc.; in a will, φίλοις ταῦτα ἐντέλλομαι Diog.Oen.66: c. dat. pers. et inf., Hdt.1.53, Pl.R.393e, etc.; ἐντείλασθαι ἀπὸ γλώσσης = command by word of mouth, Hdt.1.123: so in pf., ἐντέταλται LXX 3 Ki.13.17; ἐντεταλμένοι εἴησαν Plb.18.2.1, cf. Hdn.1.9.9:—Pass., τὰ ἐντεταλμένα = commands, Hdt.1.60,5.73, S. Fr.462, X.Cyr.5.5.3.
II invest with legal powers, authorize to act, ἐ. σοι καὶ ἐπιτρέπω PLips.38.5 (iv A. D.), cf. PMasp.124.6 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. v. med. impf. 2a sg. ἐνετέλλεο Hdt.1.117; pas. plusperf. 3a sg. ἐντέταλτο Hdn.1.9.10]
1 ordenar, encargar, encomendar gener. en v. med.:
a) c. ac. int. y dat. de pers. ἐντειλάμενος δὲ τοῖσι Λυδοῖσι τάδε Hdt.1.47, πάντα ὅσα ἐντειλάμην ὑμῖν Eu.Matt.28.19, ἐνετείλατό μοι φόνον σόν Hdn.3.12.2, en un testamento Διογένης τοῖς συνγενέσι ... τὰδε ἐντέλλομαι Diog.Oen.117.3, en v. pas. αὐτὸν ..., οἷς τοῦτο ἐντέταλτο, διεχρήσαντο lo asesinaron (aquellos) a quienes esto había sido ordenado Hdn.l.c.
part. subst. τὰ ἐντεταλμένα = lo ordenado, las órdenes Hdt.1.60, 5.73, S.Fr.462, X.Cyr.5.5.3;
b) c. dat. de pers. e inf. concert. βασιλεὺς Δαρεῖος Πέρσῃσι ... ἐντέλλεται κτείνειν Ὀροίτεα Hdt.3.128, cf. 1.53, 6.118, ἐντειλάμενος αὐτῷ λειτουργῆσαι PGrenf.2.14c.6 (III a.C.), περὶ δὲ αὐτῶν τούτων καὶ τοῖς πρεσβευταῖς ἐντετάλμεθα ἀπαγγέλλειν ὑμῖν SEG 43.705.10 (Euromo III a.C.), cf. 41.1003.1.34 (Teos III/II a.C.), SB 14728.13 (II a.C.), raro en v. act. μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις ordenó a sus hijos guardar la futura obligación Pi.O.7.40;
c) c. inf. no concert. καί μοι πάνυ σφόδρα ἐνετέλλετο ... μηδένα εἶναι ... ὃς ἐμὲ πείσει ἄλλως ποιεῖν me encomendó muy encarecidamente que no hubiera nadie que me persuadiera a obrar de otra manera Pl.Chrm.157b, ἐντέλλεται ἑτοίμους εἶναι πάντας Ath.Al.M.28.409A;
d) c. or. complet. o final ἐντελλόμεθα οὖν ὅπως ἀπαγγείλωσιν ὑμῖν κατὰ ταῦτα mandamos que os lo comuniquen en estos términos LXX 1Ma.12.23, ἐνετείλατο ὅπως τὸν Δροῦσον ... αὐτοκράτορα ἀποδείξῃ D.C.58.13.1, ἔντειλαι τῷ παρά σου, ἵνα τὸ τάχος γέ[νη] ται PSI 326.11 (III a.C.), cf. PRyl.229.5 (I d.C.), ἐνετείλατο ἵνα ... τῇ χειρὶ τῇ τῶν στρατιωτῶν χρήσηται D.C.79.2.4, ἐνετείλαντό μοι ὥστε σοι γράψαι PHaun.28.8 (I d.C.), cf. PStras.346.12 (II d.C.), PAbinn.58.6 (IV d.C.), Ath.Al.M.28.561D;
e) abs. encargar, dar instrucciones, dar órdenes ὡς ἐντειλάμην σοι κατ' ὄψιν como te encargué personalmente, POxy.1154.3 (I d.C.), cf. SB 14102.3 (I/II d.C.), BGU 93.4 (II/III d.C.), POxy.1070.16 (III d.C.), Δάμωνι παιδὶ Ἰούλιος Πρόκλος ὁ δεσπότης ἐνετείλατο IUrb.Rom.466, cf. 478, IKibyra 254.8 (II d.C.);
f) c. constr. prep. ἔντειλαι αὐτῷ περὶ τῶν χλωρῶν τοῦ ἕλους POxy.3808.14 (I/II d.C.), cf. PRyl.241.10 (III d.C.), ἐντέλλεται αὐτοῖς περὶ ἀγαπῆς Ath.Al.M.28.401D, Σεουῆρος μοι ἐνετείλατο πρὸς ἀπαίτησιν Severo me dió instrucciones para reclamar, POxy.291.6 (I d.C.), ἐντέλλομαί σοι καὶ ἐπιτρέπω PCol.1.75.11 (IV d.C.).
2 notificar ἐνετέλλετο ὅτι ἱερομηνία τε εἴη καὶ οὐδὲν ... ἐν αὐτῇ δύναιτο δρᾶσθαι notificaba que era el mes sagrado y que en éste no podía hacer nada D.C.38.6.5.

German (Pape)

[Seite 855] auftragen, befehlen; ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισίν Pind. Ol. 7, 40; auch aus Soph. angeführt, B. A. 94; τὰ ἐντεταλμένα, das Aufgetragene, Soph. frg. 411; Pind. I. 5, 87; Her. 1, 60 u. A. Sonst gew. im med., Her. u. Folgde; gew. mit dem inf., Plat. Prot. 325 d, ἐντεταλμένοι εἴησαν, in activer Bdtg, Pol. 17, 2, 1, wie Hdn. 1, 9, 21.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνέτειλα, pf. Pass. ἐντέταλμαι;
recommander, commander, ordonner ; τὰ ἐντεταλμένα = les ordres, les instructions;
Moy. ἐντέλλομαι ordonner : τινί τι qch à qqn ; τινί avec l'inf. ordonner à qqn de.
Étymologie: ἐν, τέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐντέλλω: (aor. ἐνέτειλα - поэт. ἔντειλα; pf. pass., тж. в знач. act. ἐντέταλμαι; преимущ. med.) поручать, предлагать, приказывать (τινὶ ποιεῖν τι Pind., med. Her., Plat., Arst., med. τινί τι Her., Plat.): τὰ ἐντεταλμένα Soph., Her., Xen. поручения, указания, приказания; ἅπερ ἐντεταλμένοι Polyb. то, что они велели; ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ NT он велел ему быть бдительным.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντέλλω: προστάττω, διατάττω, παραγγέλλω, τὸ ἐνεργ. μόνον παρὰ Πινδ. Ο. 7. 73, Σοφ. Ἀποσπ. 252: - τὸ πλεῖστον κατὰ μέσον τύπον, τινί τι Ἡρόδ. 1. 47, κτλ.· μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 53, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 393Ε, κτλ.· ἐντέλλεσθαι ἀπὸ γλώσσης, διὰ τοῦ στόματος, Ἡρόδ. 1. 123: - Παθ., τὰ ἐντεταλμένα, τὰ διαταχθέντα, ὁ αὐτ. 1. 60., 5. 73, Σοφ. Ἀποσπ. 411, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 3· τὸ δὲ ἐντεταλμένοι εἴησαν ἀπαντᾷ μετὰ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Πολυβ. 17. 2, 1, καὶ Ἡρῳδιαν.

English (Slater)

ἐντέλλω enjoin, bid Ψπεριονδίας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις (O. 7.40)

English (Thayer)

(τέλλω equivalent to τελέω); several times in the poets (Pindar Olymp. 7,73) and the later writers (ἐντεταλκε, Josephus, Antiquities 7,14, 5 (but Bekker ἐντεταλθαι); καθώς ἐντέταλται σοι, passively, ἐντέλλομαι; future ἐντελοῦμαι; 1st aorist ἐνετειλάμην; perfect 3rd person singular ἐντέταλται (Sept. very often for צִוָּה; to order, command to be done, enjoin: περί τίνος, ἐνετείλατο λέγων, R T); τίνι, λέγων added, οὕτω added, καθώς, (R L marginal reading); R G T; followed by an infinitive τίνι, followed by an infinitive (Buttmann, § 141,2; 275 (237)), τίνι, ἵνα (cf. Buttmann, 237 (204)), Josephus, Antiquities 7,14, 5; 8,14, 2); τίνι τί, τίνι περί τίνος, the genitive of person, διαθήκην ἐντέλλεσθαι πρός τινα, to command to be delivered to one, ἐνετείλατο αὐτῷ πρός λαόν αὐτοῦ, ἐντέλλεσθαι (τίνι) διαθήκην occurs also in διαθήκην, ἥν ἐνετείλατο ὑμῖν ποιεῖν, κελεύω, at the end.)

Greek Monolingual

βλ. εντέλλομαι.

Greek Monotonic

ἐντέλλω: κυρίως στη Μέσ., μέλ. -τελοῦμαι, παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐντέλλεσθαι ἀπὸ γλώσσης, προστάζω κάποιον με τα λόγια, στον ίδ. — Παθ., τὰ ἐντεταλμένα, διαταγές, προσταγές, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

mostly in Mid., fut. -τελοῦμαι mostly in Mid., fut. -τελοῦμαι]
to enjoin, command, τί τινι Hdt., etc.; ἐντέλλεσθαι ἀπὸ γλώσσης to command by word of mouth, Hdt.:—Pass., τὰ ἐντεταλμένα commands, Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:™ntšllomai 恩-帖羅買
詞類次數:動詞(17)
原文字根:在內-完成
字義溯源:吩咐,命令,下令,遺命,囑咐;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τέλος)=界限,結局)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有⋯計劃)。除了( 可13:34)外,這字16次的使用,每次‘吩咐’後面的權柄,都分別是神,天使,或表徵基督的摩西,約瑟。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(17);太(5);可(3);路(1);約(4);徒(2);來(2)
譯字彙編
1) 吩咐(7) 太15:4; 太17:9; 太19:7; 可10:3; 可13:34; 約8:5; 約14:31;
2) 所吩咐的(2) 可11:6; 來9:20;
3) 吩咐⋯的(1) 約15:14;
4) 曾⋯吩咐(1) 徒13:47;
5) 我所吩咐⋯的(1) 太28:20;
6) 他⋯吩咐(1) 徒1:2;
7) 有所囑咐(1) 來11:22;
8) 他要吩咐(1) 路4:10;
9) 我吩咐(1) 約15:17;
10) 他要⋯吩咐(1) 太4:6