ἐνίπλειος

English (LSJ)

ἐνίπλειον, Ep. for ἔμπλεος.

German (Pape)

[Seite 845] ep. = ἔμπλεος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἔμπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίπλειος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ἔμπλεος.

English (Autenrieth)

see ἔμπλειος.

Greek Monolingual

ἐνίπλειος, -ον και ἐνίπλειος, -η, -ον
επικ. τ. τοὺ ἔμπλεος, έμπλεως.

Greek Monotonic

ἐνίπλειος: -ον, Επικ. αντί ἔμ-πλεος.