ἐνίχνιον

English (LSJ)

τό, footprint(?), Prisc.Inst.14.36, Gloss

Spanish (DGE)

-ου, τό
huella Priscian.Inst.14.36, cf. Gloss.2.497.

Greek Monolingual

ἐνίχνιον, το (Α) ίχνιον
ίχνος ποδιού και γεν. ίχνος, χνάρι.