ἐναλαζονεύομαι

German (Pape)

[Seite 826] dabei großprahlen, Schol. Thuc. 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναλαζονεύομαι: Ἀποθ., ἀλαζονεύομαι ἔν τινι, κομπάζω, μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.

Spanish (DGE)

jactarse, vanagloriarse c. dat. μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον] εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν πενομένων Didym.Gen.180.4, glos. a ἐλλαμπρύνομαι Sch.Th.6.12.

Greek Monolingual

ἐναλαζονεύομαι (Α)
αλαζονεύομαι, κομπάζω για κάτι.