ἀλαζονεύομαι
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
Afut. ἀλαζονεύσομαι D.36.41: (ἀλαζών): —make false pretensions, brag, Ar.Ra.280, Lys.Fr.73; of the Sophists, X.Mem.1.7.5, etc.; περί τινος Eup.146b, Isoc.12.74; ἐπί τινι Aristipp. ap. D.L. 2.73.
2 feign, Pl.Hp.Mi.371a; τὰ ἤθη δεῖ ἀλαζονευομένους Arist.Oec.1344a19.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): act. ἀλαζονεύω Aesop.218.1
• Prosodia: [ᾰ-]
1 jactarse, alardear, fanfarronear abs., Ar.Ra.280, Au.825, Lys.Fr.47, D.36.41, op. μετρίως διαλέγεσθαι Isoc.12.74, 13.1, de los sofistas, X.Mem.1.7.5, Arist.EN 1127b17, cf. LXX Pr.25.6, Fauorin.De Ex.10.22, Ph.1.551, Aesop.33, D.Chr.43.2, D.C.44.38.4
•c. constr. prep. περὶ τῶν μετεώρων Eup.157, Isoc.13.10, ὑπὲρ οὗ λέγουσι ταῦτα καὶ ἀλαζονεύονται X.Cyr.2.2.11, ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀ. Aristipp.117, raro en v. act. ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσα Aesop.218.1, οἱ ἐν λόγοις ἀλαζονευσάμενοι Critol.34
•c. part. pred. ὁ κύων δὲ τὸν κώδωνα δι' ἀγορῆς σείων ἠλαζονεύετο Babr.104.5, ἀ. ὡς δὴ καὶ αὐτὸς σεμνός τις ὤν Cleom.2.1.476
•c. ac. de cosa presumir de ταῦτα Aeschin.3.218, χρήματα Hdn.2.7.2, cf. 1Ep.Clem.2.1
•c. ac. de cosa y pred. τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι Ep.Diog.4.4
•c. ac. de pers. y pred. πατέρα θεόν jactarse de tener a Dios por padre LXX Sap.2.16.
2 fingir Pl.Hp.Mi.371a
•c. ac. τὰ ἤθη Arist.Oec.1344a19.
German (Pape)
[Seite 88] med., lügnerisch prahlen, von sich Unwahres rühmen; von den Sophisten, Isocr. 13, 1; περί τινος 10; Xen. Cyr. 2, 2, 11 Mem. 1, 7, 5; Arist. öfter, z. B. Eth. Nic. 4, 7; Sp.; ἐπί τινι D. L. 2, 73.
French (Bailly abrégé)
faire le fanfaron, se vanter.
Étymologie: ἀλαζών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαζονεύομαι ἀλαζών
1. liegen, bedriegen.
2. grootspreken, opscheppen, pretenties hebben.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱζονεύομαι: (ᾰλ) хвастаться, кичиться Lys., Xen., Plat., Plut. (ἀ. περί τινος Isocr., Xen., Arst. и ἐπί τινι Diog. L.): ἀ. τι Arst. хвастливо выставлять что-л. напоказ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζονεύομαι: μέλλ. ἀλαζονεύσομαι, ἀποθ.: (ἀλαζών) = κομπάζω, κομπορρημονῶ, Λυσ. Ἀποσπ. 42., Πλάτ. Ἱππ. Ἑλ. 371Α, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ξεν. Ἀπομ. 1. 7, 5, κτλ., περί τινος, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10, Ἰσοκρ. 293Β. 2) μετ’ αἰτ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 4, 3.
Greek Monolingual
(Α ἀλαζονεύομαι)
είμαι αλαζόνας, προσπαθώ να εμφανίζομαι ως σπουδαίος, υπερηφανεύομαι, κομπορρημονώ
αρχ.
υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παριστάνω κάτι ψευδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαζών -όνος.
ΠΑΡ. αλαζονεία, αλαζόνευμα].
Greek Monotonic
ἀλαζονεύομαι: μέλ. ἀλαζονεύσομαι· αποθ.· (ἀλαζών)· κομπάζω, κομπορρημονώ, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀλαζών
to make false pretensions, of the Sophists, Xen.
Translations
brag
Arabic: تَبَاهَى; Azerbaijani: öyünmək, güvənmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Bulgarian: хваля се, перча се; Catalan: gallejar, fer el gallet, vantar-se, presumir; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸; Czech: chvástat se; Danish: prale, blære sig; Dutch: opscheppen; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia; French: fanfaronner, se vanter; German: angeben, prahlen; Ancient Greek: ἀλαζονεύομαι, ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, βρυάζω, γαυριάω, διακομπάζω, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐγκαυχάομαι, ἐγκομπάζω, ἐκκαυχάομαι, ἐκκαυχῶμαι, ἐκκομπάζω, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναλαζονεύομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξαυχέω, ἐξαυχῶ, ἐξεπεύχομαι, ἐπαλαζονεύομαι, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, ἐπικομπέω, ἐπικομπῶ, εὐχετάομαι, εὐχετῶμαι, εὔχομαι, καλλωπίζομαι, κατακαυχάομαι, κατακαυχῶμαι, κατακομπολακυθέω, κατακομπολακυθῶ, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχητιάω, καυχητιῶ, καυχῶμαι, κομπάζομαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαλαυχῶ, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ, ὑπερηφανεύομαι; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish: braigeáil; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Korean: 자랑하다, 나대다; Latin: glorior; Malayalam: പൊങ്ങച്ചം പറയുക, വീമ്പ് പറയുക; Maori: whakatāwāhi, whakameremere; Norwegian Bokmål: skryte; Old English: ġielpan; Persian: لافیدن; Polish: przechwalać się, chełpić się; Portuguese: gabar-se, vangloriar-se; Romanian: lăuda; Russian: хвастаться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се, хвалисати се, хвастати се; Roman: hvaliti se, hvalisati se, hvastati se; Sicilian: spacchiàrisi, fari u sbregs, fari u sbrècchisi; Slovak: vychvaľovať sa, chvastať sa; Spanish: fanfarronear, presumir, jactarse, echarse flores; Swedish: skryta; Telugu: గప్పాలు; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Westrobothnian: brega
boast
Albanian: lëvdohem; Arabic: تَبَاهَى; Armenian: պարծենալ, գլուխ գովալ; Azerbaijani: öyünmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Belarusian: хвалі́цца, пахваляцца, выхваляцца, хістацца; Bulgarian: хваля се, похвалвам се, похваля се; Burmese: ဝါ, ကြွား, ဝင့်, အကြွား; Catalan: vanar-se, vantar-se, presumir; Cebuano: hambug; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸, 自詡; Czech: chlubit se, vychloubat se, chválit se; Danish: prale; Dutch: opscheppen; Estonian: praalima, hooplema, kiitlema; Ewe: ƒo aɖegbe; Esperanto: fieri, fanfaroni; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia, lesottaa; French: se vanter; Galician: chufar, gabar; German: angeben, prahlen; Greek: κομπάζω, υπερηφανεύομαι; Ancient Greek: ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξεύχομαι, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, εὐχετάομαι, εὔχομαι, θρασύνω, καλλωπίζομαι, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχῶμαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλορρημονέω, μεγαλορρημονῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ; Hebrew: התרברב, הִתְפָּאֵר; Hindi: डींग मारना; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish Old Irish: ar·báigi; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Khmer: បញ្ចើ, អួត, បង្អួត, បំផ្លើស; Korean: 자랑하다, 자만하다, 뽐내다; Lao: ເວົ້າອາດ, ຄຸຍໂມ້, ຄຸຍໂຕ; Latin: glorior; Latvian: lielīties, dižoties, plātīties; Lithuanian: didžiuotis; Macedonian: се фали; Malayalam: വീമ്പടിക്കുക; Maori: whakamānunu, whakatāwāhi, tamarahi, whakanuka; Norwegian Bokmål: skryte; Occitan: se bragar, se vantar, se conflejar; Old English: ġielpan; Polish: przechwalać się, szczycić się, chlubić się, chwalić się; Portuguese: ostentar, exibir-se, gabar; Romanian: a se lăuda; Russian: хвастаться, хвастать, бахвалиться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се; Roman: hvaliti se; Slovak: chvastať sa, vychvaľovať sa, pýšiť sa, vystatovať sa, vyťahovať sa, chváliť sa; Slovene: hvaliti se, bahati se; Spanish: presumir, alardear, fanfarronear, vanagloriarse de, ostentar, jactarse de, ufanarse, fardar; Swedish: skryta, skrävla; Telugu: గప్పాలు; Thai: โม้, คุยโว, โอ้อวด; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Ukrainian: хизуватися, хвалитися, хвастатися; Vietnamese: khoe khoang, khoác lác, nói khoác; Welsh: brolio; Westrobothnian: brega