ἐναρίμβροτος

English (LSJ)

ἐναρίμβροτον, man-slaying, Μέμνων Pi.P.6.30; μάχα Id.I. 8(7).57.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
matador de hombres Μέμνων Pi.P.6.30, cf. Eust.356.19, μάχα Pi.I.8.53, αἰχμή Eust.243.43.

German (Pape)

[Seite 829] menschenmordend; Memnon Pind. Ol. 6, 30; μάχη I. 7, 53.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰρίμβροτος: убивающий людей (στράταρχος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰρίμβροτος: -ον, ἀνδροφόνος, Πινδ. Π. 6. 30, Ἰ. 8 (7). 114.

English (Slater)

ἐνᾰρίμβροτος, -ον man-slaying ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.30) μάχας ἐναριμβρότου (I. 8.53)

Greek Monolingual

ἐναρίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει ανθρώπους («ἐναρίμβροτον στράταρχον Αἰθιόπων», Πίνδ.)
2. (για πολέμους ή μάχες) αυτός κατά τον οποίο σκοτώνονται άνθρωποι («μάχες ἐναρίμβροτοι», Πίνδ.).