ἐνδιαπρέπω
English (LSJ)
to be distinguished in, γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5.
Spanish (DGE)
distinguirse, sobresalir, destacar c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.AI 18.297.
German (Pape)
[Seite 833] sich hervorthun in, τινί, D. Sic. exc. 538, 49.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαπρέπω: выделяться, отличаться (γυμνασίαις πολεμικαῖς Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαπρέπω: διαπρέπω ἔν τινι, γυμνασίαις πολεμικαῖς ἐνδιαπρέποντες Διοδ. Ἀποσπ. 533. 49.
Greek Monolingual
ἐνδιαπρέπω (Α)
διαπρέπω σε κάτι.