ἐνερεύθομαι

English (LSJ)

to be somewhat ruddy, Nic. Th.511,871.

Spanish (DGE)

enrojecer ἄνθεα δ' ὑσγίνῳ ἐνερεύθεται Nic.Th.511, cf. 871.

German (Pape)

[Seite 839] sich röthen, röthlich sein, ἄνθεα Nic. Th. 511. 871.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερεύθομαι: ἀποθ., κοκκινίζω, εἶμαι κόκκινος, Νικ. Θηρ. 511, 871.

Greek Monolingual

ἐνερεύθομαι (Α) ερεύθω
ερυθριάζω, ερυθραίνομαι, κοκκινίζω.