ἐνεχυραστός
English (LSJ)
ἐνεχυραστή, ἐνεχυραστόν, seizable for debt, Test.Epict.5.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεχῠραστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κατάσχῃ ὡς ἐνέχυρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. v. 21.
ἐνεχυραστή, ἐνεχυραστόν, seizable for debt, Test.Epict.5.19.
ἐνεχῠραστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κατάσχῃ ὡς ἐνέχυρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. v. 21.