ἐνθέμεν

English (LSJ)

poet. aor. 2 inf. of ἐντίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθέμεν: (αι) эп. inf. aor. к ἐντίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθέμεν: ποιητ.: ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ ἐντίθημι.

Greek Monotonic

ἐνθέμεν: -θέμεναι, Επικ. αντί ἐνθεῖναι, απαρ. αόρ. βʹ του ἐντίθημι.