poet. aor. 2 inf. of ἐντίθημι.
ἐνθέμεν: (αι) эп. inf. aor. к ἐντίθημι.
ἐνθέμεν: ποιητ.: ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ ἐντίθημι.
ἐνθέμεν: -θέμεναι, Επικ. αντί ἐνθεῖναι, απαρ. αόρ. βʹ του ἐντίθημι.