Ep. for ἐνσπ-.
poét. por ἐνσπ-.
ἐνισπείρω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐνσπείρω.
ἐνισπείρω (Α)επικ. τ. του ενσπείρω.
ep. = ἐνσπείρω.