ἐνισπείρω

English (LSJ)

Ep. for ἐνσπ-.

Spanish (DGE)

poét. por ἐνσπ-.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνισπείρω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐνσπείρω.

Greek Monolingual

ἐνισπείρω (Α)
επικ. τ. του ενσπείρω.

German (Pape)

ep. = ἐνσπείρω.