ενσπείρω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) σπείρω
διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό»)
μσν.
εμφυτεύω
αρχ.
σπείρω σ' έναν τόπο.