ἐννέϋσκλος

Greek (Liddell-Scott)

ἐννέϋσκλος: -ον, εἶδος ὑποδήματος μὲ ἐννέα τυλίγματα τοῦ ἱμάντος. Ὁ Ἡσύχ. γράφει τὴν λέξιν· ἐννήυσκλοι, καὶ ἑρμηνεύει: «ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων».