ἐννεάδεσμος

English (LSJ)

ἐννεάδεσμον, with nine joints, many-jointed, Nic.Th.781.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que tiene nueve ligaduras, e.d., que tiene muchas articulaciones o coyunturas σφόνδυλοι Nic.Th.781.

German (Pape)

[Seite 846] mit neun Bändern, Gelenken, Nic. Th. 780.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεάδεσμος: -ον, ὁ συνεχόμενος δι’ ἐννέα δεσμῶν ἢ ἁρμῶν, Νικ. Θηρ. 781.

Greek Monolingual

ἐννεάδεσμος, -ον (Μ)
αυτός που συγκρατείται με εννέα δεσμούς ή αρμούς.