ἐντανυσμός

English (LSJ)

ὁ, Glossaria on τανυστύς, Sch. Od.21.112.

German (Pape)

[Seite 853] ὁ, dass., Schol. Od. 21, 112.

Greek Monolingual

ἐντανυσμός, ο (Α)
εντάνυσις.