εντάνυσις

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

ἐντάνυσις, η (Μ)
τέντωμα, έκταση («χορδῶν ἐντανύσει», Ευστ.).