ἐνῆεν

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. de ἔνειμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῆεν: 3 л. sing. impf. к ἔνειμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῆεν: Ἐπ. γ΄ ἑν. παρατ τοῦ ἔνειμι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἐνῆεν: Επικ. αντί ἐνῆν, γʹ ενικ. παρατ. του ἔνειμι (εἰμί, sum).