ἐξάγκωνα

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγκωνα: Ἐπίρρ., μὲ τὰς χεῖρας (δεδεμένας) ὀπίσω, ὀπισθάγκωνα, Θεοφάν. 579. 2 (ἔκδ. Βόνν.)· πρβλ. ὀπισθάγκωνα.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. -κον- Agathan.V.Gr.Ill.83.4
adv. con las manos a la espalda ἔδησαν αὐτὴν ἐ. Agathan.l.c., cf. 29.1, ἐ. δεδεμένος Io.Ant.Fr.Hist.321.35.