ἐξάλλαγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, recreation, amusement, in plural, Anaxandr.20, Parth.24.1 (dub.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 diversión παρθένοι παίζουσι ... πρὸς ἐλάφρ' ἐξαλλάγματα Anaxandr.21, cf. Parth.24.
2 embaucamiento Phot.ε 1088.

German (Pape)

[Seite 866] τό, Veränderung, Belustigung; B. A. 96 aus Anaxandr.; Parthen. 24, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάλλαγμα: τό, τέρψις, διασκέδασις, Ἀναξανδρίδης ἐν «Θησεῖ» 2 (Α. Β. 96)· πρβλ. ἐξαλλάσσω 4.