ἐξέτεροι

English (LSJ)

αι, α, later form of μετεξέτεροι, Nic. Th.412,744.

German (Pape)

[Seite 879] αι, α, einige Andere, Nic. Th. 412. 744.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέτεροι: -αι, -α, μεταγεν. τύπος τοῦ μετεξέτεροι, Νικ. Θηρ. 412. 744.