Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετεξέτεροι

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεξέτεροι Medium diacritics: μετεξέτεροι Low diacritics: μετεξέτεροι Capitals: ΜΕΤΕΞΕΤΕΡΟΙ
Transliteration A: metexéteroi Transliteration B: metexeteroi Transliteration C: metekseteroi Beta Code: metece/teroi

English (LSJ)

αι, α, Ion. Pron., = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην should be written divisim in Nic.Th.588.)

German (Pape)

[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.

French (Bailly abrégé)

mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d'autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.

Russian (Dvoretsky)

μετεξέτεροι: некоторые (из них): μ. αὐτῶν Her. кое-кто из них.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.

Greek Monolingual

μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)
ιων. τ.
1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί
2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐξέτεροι «μερικοί»].

Greek Monotonic

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ιων. αντων., = ἔνιοι, κάποιοι μεταξύ πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[ionic Pron., = ἔνιοι
some among many, certain persons, Hdt.