ἐξίμεναι

English (LSJ)

poet. inf. of ἔξειμι (A).

Russian (Dvoretsky)

ἐξίμεναι: эп. inf. к ἔξειμι II.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξίμεναι: ποιητ. ἀπαρ. τοῦ ἔξειμι, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

see ἔξειμ Od. 9.2.

Greek Monotonic

ἐξίμεναι: Επικ. αντί ἐξιέναι, απαρ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).