ἐξαγορία

English (LSJ)

v. ἐξαγορεία.

Spanish (DGE)

v. ἐξαγορεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγορία: ἡ, = ἐξαγόρευσις Ι, Πτολ. Τετράβ. 170.