ἐξαιχμαλωτεύω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
hacer cautivo τὸν λαόν Cyr.H.Catech.2.17, cf. Hsch.ε 1971.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιχμαλωτεύω: αἰχμαλωτεύω, Κύριλλ. Ἱερ. 505Α.
hacer cautivo τὸν λαόν Cyr.H.Catech.2.17, cf. Hsch.ε 1971.
ἐξαιχμαλωτεύω: αἰχμαλωτεύω, Κύριλλ. Ἱερ. 505Α.