ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
αἰχμαλωτεύω (Α)αιχμαλωτίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰχμάλωτος.ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλώτευμα.