ἐξακριβάζω

English (LSJ)

know accurately, τὰ νόμιμα J.AJ19.7.4:—Med., LXX Nu.23.10,al.

Spanish (DGE)

1 seguir escrupulosamente, cumplir con exactitud τὰ νόμιμα I.AI 19.332, τῆς ... χώρας τοὺς τρόπους Lib.Ep.Basil.15.2.
2 en v. med. escudriñar, examinar en detalle, rastrear τίς ἐξηκριβάσατο τὸ σπέρμα Ιακωβ LXX Nu.23.10, cf. Ib.28.3, Da.7.19, ἐπεὶ δὲ πάντα ἐξακριβάζῃ Herm.Mand.4.3.3, cf. Eus.DE 8.1 (p.354), Ath.Al.M.28.965A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξακριβάζω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξακριβόω, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 7, 4. ― Μέσ., καὶ πᾶν πέρας αὐτὸς ἐξακριβάζεται Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΗ΄, 3).

Greek Monolingual

ἐξακριβάζω (Α) ακριβάζω
πληροφορούμαι, μαθαίνω.

German (Pape)

[ῑ], = ἐξακριβόω, Sp.