ἐξαναφύομαι

English (LSJ)

aor. 2 ἐξανέφυν, grow up from, γαίης Orph.Fr.285.36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφύομαι: παθ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἐξανέφῡν, ἀναφύομαι ἔκ τινος, γαίης Ὀρφ. π. σεισμῶν 36.

Greek Monolingual

ἐξαναφύομαι (Α)
αναφύομαι, ξεφυτρώνω από τη γη.