ἐξαπάτης

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, ἀπατεών, Ἱππ. 347. 9.

Greek Monolingual

ἐξαπάτης, ο (Α)
αυτός που εξαπατά, ο απατεώνας.

German (Pape)

ὁ, = ἐξαπατητήρ, Hippocr.