ἐξαπατητήρ

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατητήρ Medium diacritics: ἐξαπατητήρ Low diacritics: εξαπατητήρ Capitals: ΕΞΑΠΑΤΗΤΗΡ
Transliteration A: exapatētḗr Transliteration B: exapatētēr Transliteration C: eksapatitir Beta Code: e)capathth/r

English (LSJ)

ἐξαπατητῆρος, ὁ, deceiver, Hom. Cercop.

Spanish (DGE)

-ῆρος
mentiroso, engañador ἐξαπατητῆρες ... καὶ ψεῦσται οἱ Κέρκωπες Cercop.1.

German (Pape)

[Seite 870] ὁ, der Betrüger, Hom. fragm. Cercop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰπᾰτητήρ: ῆρος, ὁ, ἐξαπατητής, ὁ ἐξαπατῶν ψεύστας... ἐξαπατητῆρας Ὁμήρου Κέρκωπες, Μοσχόπ. π. Σχεδ. 38. Πρβλ. Σουίδ. ἐν λ. Κέρκωπες καὶ Ἁρποκρ. ἐν λ. Κέρκωψ.

Greek Monolingual

ἐξαπατητήρ και ἐξαπατητής, ο (AM)
αυτός που εξαπατά, απατεώνας, ξεγελαστής.