ἐξαπαρτάομαι
Middle Liddell
German (Pape)
[Seite 870] pass., aufgehängt werden, schweben, Luc. V. H. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
Pass. ἐξαπαρτάομαι = être suspendu, être ballotté.
Étymologie: ἐξ, ἀπαρτάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαπαρτάομαι: быть подвешенным, висеть (μετέωρος ἐξαπηρτημένος Luc. - v. l. ἐξηρτημένος).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπαρτάομαι: παθ., κρέμαμαι, ἀλλ’ ἄνω μετέωρον ἐξαπηρτημένην (τὴν ναῦν) ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. Α. 9.
Greek Monotonic
ἐξαπαρτάομαι: Παθ., κρεμιέμαι από ή πάνω σε, με γεν., σε Λουκ.